Βασική προϋπόθεση για οποιαδήποτε στρατηγική ανάπτυξης μιας περιοχής είναι η άριστη διαχείριση των υδατικών πόρων και των ενεργειακών πηγών, καθώς και η ορθολογική διαχείριση υγρών και στερεών αποβλήτων που παράγονται στο περιβάλλον της. Οποιαδήποτε ανάπτυξη παραγωγικής ή και οικονομικής δραστηριότητας, όπως για παράδειγμα οικιστική επέκταση, τουριστικές επιχειρήσεις, αγροτικές εκμεταλλεύσεις ή λοιπές υποδομές, προϋποθέτει ως ελάχιστο προαπαιτούμενο την ύπαρξη αξιόπιστων υποδομών παροχής της αναγκαίας ποσότητας και καλής ποιότητας νερού, την εγκατάσταση συστημάτων επεξεργασίας και αξιοποίησης των υγρών, στερεών και αερίων αποβλήτων καθώς και την κατασκευή δικτύων παροχής ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας κατά το δυνατόν «πράσινης».
Όσον αφορά μάλιστα τις χρηματοδοτικές δυνατότητες για την ανάπτυξη πλουτοπαραγωγικών υποδομών, είναι γνωστό ότι δεν υποστηρίζεται πλέον από την Ευρωπαϊκή Ένωση η εγκαθίδρυση οποιασδήποτε δραστηριότητας σε περιοχές που παραμελείται η προστασία του περιβάλλοντος και απουσιάζει ο σεβασμός των φυσικών τους πόρων.
Η ορθολογική διαχείριση των αποβλήτων συσχετίζεται άμεσα με την εξοικονόμηση τόσο των διατιθέμενων υδατικών πόρων, όσο και της καταναλισκόμενης ενέργειας και είναι αναγκαίο να σχεδιάζονται – υλοποιούνται ολοκληρωμένες και όχι αποσπασματικές ή ευκαιριακές λύσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η απαίτηση πολλών Δήμων για εφαρμογή εξαιρετικά δαπανηρών και ενεργοβόρων συστημάτων αφαλάτωσης θαλασσινού νερού, ενώ παράλληλα οι Δήμοι αυτοί δεν έχουν κάνει απολύτως τίποτε για την επεξεργασία και ανακύκλωση των λυμάτων τους ή για την αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) της περιοχής τους προσποριζόμενοι ενέργεια από μικρά υδροηλεκτικά έργα, από βιομάζα και από αιολική ενέργεια, κλπ. Σε επόμενο κείμενο θα παρατεθούν συνοπτικά ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα από άλλους δήμους, όπως: α. η περίπτωση της Αγριάς στη Μαγνησία, όπου υπήρξε συνδυασμός της ενιαίας διαχείρισης των διαθέσιμων υδατικών πόρων και δημιουργίας μικρών υδροηλεκτρικών έργων, β. η περίπτωση του Γαζίου στο Ηράκλειο Κρήτης, όπου εφαρμόσθηκε η μέθοδος της αντίστροφης όσμωσης σε υφάλμυρο νερό μέθοδος και διαδικασία περισσότερο συμφέρουσα από άλλες που εφαρμοζόντουσαν, γ. η περίπτωση της Ερεσού στην Μυτιλήνη, όπου εφαρμόσθηκε η μέθοδος του υβριδικού συστήματος αντλησιοταμίευσης.
Κατά συνέπεια σε κάθε περιοχή και ειδικότερα σήμερα με την υλοποίηση του Προγράμματος ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ, απαιτείται η κατάρτιση ενός ολοκληρωμένου διαχειριστικού σχεδίου για τους υδατικούς πόρους, είτε αυτοί αφορούν την ύδρευση, είτε την άρδευση, περιλαμβανομένων και ενεργειών για την εφαρμογή – χρήση ΑΠΕ.
Οι βασικές αρχές ενός Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχείρισης Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδατικών Πόρων, έχουν ως εξής :
Το διατιθέμενο ή εξοικονομούμενο νερό χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες και η επιλογή της κάθε μιας εξαρτάται από τη διάρθρωση των εγκαταστάσεων και το κόστος λειτουργίας και συντήρησης αυτών. Αναλυτικότερα αυτές έχουν ως εξής :
- Α’ ποιότητα νερού (πόσιμο) που συλλέγεται ή προέρχεται από φυσικές πηγές νερού της περιοχής.
- Α’ ποιότητα νερού (πόσιμο) που προέρχεται είτε από επεξεργασία νερού χαμηλότερης ποιότητας (αφαλάτωση θαλασσίου νερού), είτε από άλλες παροχές πχ γεωτρήσεις χαμηλής ποιότητας.
- Β’ ποιότητα νερού (μη πόσιμο) που προέρχεται από επεξεργασία αποβλήτων και λυμάτων της περιοχής ή από μικρά φράγματα ή από ταμιευτήρες συλλογής. Το νερό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τις αγροτικές εφαρμογές όπως άρδευση καθώς και για δευτερεύουσα οικιακή χρήση (τουαλέτες, πότισμα κήπων, πλύσιμο δρόμων κ.ά.).
Η κάθε ποιότητα νερού έχει ασφαλώς και το δικό της κοστολόγιο και αυτό θα διαμορφώνεται ανάλογα με τις δαπάνες παραγωγής του νερού καθώς και σύμφωνα με τη χρήση του. Ανεξάρτητα από τα οικονομικά δεδομένα της διάθεσης των τριών αυτών ποιοτήτων νερού, η μέθοδος που αναπτύσσεται με αυτόν τον τρόπο, εξασφαλίζει την καλύτερη αξιοποίηση των υπαρχόντων πόρων, την επάρκεια στους χρήστες και τέλος την δίκαιη τιμολόγηση ανάλογα με την χρήση.
Η χρήση των επεξεργασμένων υδατικών αποβλήτων για γεωργικές ανάγκες παρουσιάζει πρόσθετα πλεονεκτήματα για τις παράκτιες περιοχές. Πράγματι, εκτός από το προφανές όφελος της εξοικονόμησης νερού επιτυγχάνεται και η απομάκρυνση, δηλ. ένα «ξέπλυμα» του θαλασσινού νερού που έχει απορροφηθεί μέσα στην ξηρά, εξ αιτίας της εξάντλησης του υδροφόρου ορίζοντα λόγω υπεράντλησης του για γεωργικές χρήσεις. Η περίπτωση αυτή έχει εφαρμογή για τον ενιαίο Δήμο και κατά συνέπεια τον αφορά έντονα.
Το Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης προβλέπει ότι το νερό μετά την οικιακή του χρήση, είτε είναι Α’ ποιότητας είτε Β’ ποιότητας, καταλήγει κατά 80% περίπου στα λύματα. Τα λύματα μαζί με τα υγρά απόβλητα των άλλων παραγωγικών δραστηριοτήτων (επεξεργασμένων ή μη) καταλήγουν στη μονάδα επεξεργασίας. Ανάλογα με την εποχιακή διακύμανση της παροχής και των χαρακτηριστικών των λυμάτων μπορούν να εφαρμοστούν διάφορες τεχνολογίες επεξεργασίας. Η επιλογή της κατάλληλης τεχνολογίας έχει άμεση επίδραση στο κόστος εγκατάστασης και λειτουργίας της μονάδας καθώς επίσης και στον αποτελεσματικό της έλεγχο.
Στις συμβατικές μονάδες και στις σχετικές μελέτες θεωρείται, συνήθως, δεδομένη η τεχνολογία επεξεργασίας των λυμάτων, παραδοχή που δεν είναι όμως καθόλου ορθή. Συνηθισμένο πρόβλημα που παρατηρείται στους βιολογικούς καθαρισμούς των αστικών λυμάτων στον Ελλαδικό χώρο είναι ότι, κατά τον σχεδιασμό τους, δεν έχουν ληφθεί υπόψη οι μεγάλες εποχιακές διακυμάνσεις (π.χ. το καλοκαίρι διπλασιάζονται οι παροχές ιδίως σε τουριστικά μέρη) καθώς επίσης και οι ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής. Ο Δήμος πρέπει να έχει την ευθύνη της τελικής διάθεσης των όλων των αποβλήτων της περιοχής και κάθε δραστηριότητα της περιοχής θα παραδίδει, στη Μονάδα Επεξεργασίας, τα απόβλητά τους και ανάλογα με το ρυπαντικό φορτίο τους γίνεται χρέωση και καταβολή της αντίστοιχης οικονομικής συνδρομής. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνονται τα ακόλουθα:
- ο Δήμος έχει την συνολική περιβαλλοντική ευθύνη και έλεγχο της περιοχής του,
- ο Δήμος έχει πρόσθετα έσοδα από την επεξεργασία των αποβλήτων,
- κατά κανόνα η συνεπεξεργασία των βιομηχανικών αποβλήτων με τα αστικά λύματα έχει περισσότερα τεχνικά και οικονομικά πλεονεκτήματα από ότι έχει η ξεχωριστή επεξεργασία του καθενός,
- εφόσον ο Δήμος διαθέτει μονάδα ανακύκλωσης των επεξεργασμένων αποβλήτων επιτυγχάνει την μέγιστη δυνατή επαναχρησιμοποίηση του νερού της περιοχής,
- δίδεται η ευκαιρία για μεγαλύτερη εξομάλυνση των εποχιακών διακυμάνσεων των αστικών λυμάτων λόγω μετακίνησης πληθυσμών και έντασης των δραστηριοτήτων.
Προϋπόθεση των παραπάνω είναι να έχει σχεδιαστεί σωστά η μονάδα επεξεργασίας των αποβλήτων τόσο από πλευράς της εφαρμοζόμενης τεχνολογίας όσο και από πλευράς δυναμικότητας. Με τον τρόπο αυτό ο Δήμος, εφαρμόζοντας μία ορθολογική λειτουργία των εγκαταστάσεων, μπορεί να πρωταγωνιστεί στην ανάπτυξη της περιοχής του διότι, αναμφίβολα, ανάπτυξη χωρίς προστασία του περιβάλλοντος δεν μπορεί μακροπρόθεσμα να εννοηθεί και να υπάρξει.
Η κύρια μονάδα επεξεργασίας (βιολογικός καθαρισμός) μπορεί να συνοδεύεται από μία μονάδα τριτογενούς επεξεργασίας. Συνήθως αυτή η μονάδα αποτελείται από φυτικά και συνθετικά φίλτρα τα οποία έχουν σκοπό να ελαττώσουν όλους τους ρύπους και να κατεβάσουν τις συγκεντρώσεις τους στα επίπεδα που είναι επιτρεπτά για το πόσιμο νερό. Το νερό αυτό μπορεί να ανακυκλωθεί, ως νερό δεύτερης ποιότητας, κυρίως για γεωργική χρήση. Συνήθως η μονάδα επεξεργασίας των υγρών αποβλήτων είναι μία ενεργοβόρα μονάδα, ενώ ενεργοβόρα είναι και η συλλογή και μεταφορά των λυμάτων στη μονάδα επεξεργασίας.
Η μονάδα του βιολογικού καθαρισμού μπορεί να συνδυαστεί άριστα με τη μονάδα επεξεργασίας των αστικών απορριμμάτων, διότι από κάθε βιολογικό καθαρισμό παράγονται στερεά απόβλητα που είναι οι πρωτογενείς και οι βιολογικές λάσπες. Τα στερεά αυτά απόβλητα πρέπει να υποστούν ταυτόχρονη επεξεργασία με τα απορρίμματα. Πρέπει επιπλέον να σημειωθεί ότι καθώς από κάθε μονά επεξεργασίας απορριμμάτων (ξεκινώντας από τον απλούστερο ΧΥΤΑ έως την πλέον πολύπλοκη μονάδα κομποστοποίησης, αναερόβιας χώνευσης, κλπ) παράγονται στραγγίσματα, δηλαδή υγρά απόβλητα που πρέπει να υποστούν ταυτόχρονη επεξεργασία με τα υγρά απόβλητα. Τα στραγγίσματα χωματερών θεωρούνται από τα πλέον τοξικά βιομηχανικά απόβλητα και ως έχουν καταστροφική επίδραση στον υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής. Συνήθως οι μονάδες επεξεργασίας των λυμάτων δεν λαμβάνουν υπόψη τους, στον σχεδιασμό, τα στραγγίσματα αυτά και έτσι δημιουργούνται σοβαρές αρρυθμίες και αναστατώσεις κατά την λειτουργία τους όταν πρέπει να υποδεχθούν (αρκετά αργότερα συνήθως) και αυτά τα απόβλητα.
Σε κάθε περίπτωση βασική αρχή της όποια διαχειριστικής μελέτης ή συντονισμένων ενεργειών αναληφθούν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα κάτωθι :
- Η συνθήκες που επικρατούν σε επίπεδο ΕΕ απαιτούν συνολικές αντιμετωπίσεις κρίσιμων ζητημάτων για τις βασικές υποδομές των χωρών μελών και για το λόγο αυτό το σύνολο των ανωτέρω προτάσεων προτείνει συνολικές λύσεις και όχι αποσπασματικές και μικρής κλίμακας παρεμβάσεις,
- Η διαχείριση των υδατικών πόρων θα πρέπει να έχει ενιαία μορφή αι εφαρμογή, να αποτελεί παρέμβαση δυναμική και όχι στατική, δηλαδή να προβλέπει ότι ο εξυπηρετούμενος πληθυσμός είναι δυνατό να παρουσιάζει μεταβολές στα επόμενα έτη (αύξηση κατασκευαστικής δραστηριότητας, ανάπτυξη ορεινών περιοχών, κλπ) και κατά συνέπεια θα απαιτούνται νέες επενδύσεις, οι οποίες θα πρέπει να προβλέπονται σε ρεαλιστικό επίπεδο,
- Θα πρέπει να μελετηθεί η ανταποδοτικότητα της παρέμβασης (λειτουργία και συντήρηση σύμφωνα με σύγχρονες προδιαγραφές) και να διασφαλίζεται με τον καλύτερο τρόπο η συνεχής εξυπηρέτηση των απαιτήσεων των χρηστών. Η κάλυψη αυτή θα προσφέρεται ανεξάρτητα από τις σημερινές προβλέψεις για τις ανάγκες, οι οποίες μπορεί να επιβεβαιωθούν περισσότερο ή λιγότερο. Η μέχρι σήμερα εμπειρία έχει δείξει ότι ο ορθολογισμός του κόστους και η δημιουργία οικονομικών κλίμακας λειτουργούν προς όφελος του χρήστη – καταναλωτή και με τον τρόπο αυτό τα επιβαλλόμενα τέλη δεν είναι υψηλά,
- Θα πρέπει να αποφευχθούν τυχόν αστοχίες στην μελέτη και στην κατασκευή των απαραίτητων υποδομών και σαφώς οι τυχόν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που θα μειώσουν ή και θα εξαλείψουν την κοινωνική αποδοχή για τέτοιες παρεμβάσεις. Σημειώνεται ότι μέχρι σήμερα στα «κλασσικά έργα» παρουσιάζονται προβλήματα δυσλειτουργίας και αδυναμία κάλυψης των αναγκών, αφού οι αρχικές μέγιστες προβλέψεις χρειάστηκαν αναθεώρηση σε λιγότερα από 10 έτη,
- Θα πρέπει να στοχευτεί ο εξορθολογισμός του κόστους κατασκευής, συντήρησης και λειτουργίας των εγκαταστάσεων, δεδομένου ότι αφενός θα πρέπει αυτές προσαρμόζονται στην προσφορά – ζήτηση υπηρεσιών, και αφετέρου ο Δήμος θα είναι υποχρεωμένος να καλύπτει το κόστος αυτό από τα τέλη αποχέτευσης που θα εισπράττει από τους δημότες. Κατά συνέπεια όσο περισσότερο εξορθολογισμένο και λειτουργικό είναι ένα έργο, τόσο οικονομικότερο θα είναι και για τους δημότες,
- Ιδιαίτερο βάρος θα πρέπει να δοθεί στην εξασφάλιση των περιβαλλοντικών ωφελειών από τη σωστή λειτουργία του συστήματος συλλογής και επεξεργασίας λυμάτων (έλεγχος εκροών, έλεγχος ποιότητας αποδέκτη, έλεγχος παράνομων συνδέσεων ομβρίων στην αποχέτευση, έλεγχος παράνομων απορροφητικών βόθρων, κλπ), και ο Δήμος θα πρέπει να ελέγχων των προδιαγραφών και όχι ελέγχων και ελεγχόμενος, όπως γίνεται μέχρι σήμερα στην πλειοψηφία των υφιστάμενων εγκαταστάσεων στην χώρα μας,
Συμπερασματικά και με βάση τα ανωτέρω θα πρέπει να πραγματοποιηθεί άμεσα η εκτενής ανάλυση σε επίπεδο master plan των ανωτέρω παραδοχών και ειδικότερα των κρίσιμων σημείων αυτής που είναι:
- Δημιουργία μοντέλου για τον προσδιορισμό της ζήτησης των υπηρεσιών που απαιτούνται για τους πολίτες, περιλαμβανομένων και των εκτιμήσεων μεταβολής των ποσοτικών και ποιοτικών μεταβολών της σύνθεσης τους, με αποτέλεσμα την προσαρμογή της ζήτησης σε επίπεδο 25 ετίας,
- Ρεαλιστική προσέγγιση της τιμολογιακής πολιτικής σε θέματα άρδευσης – ύδρευσης, με βασικό άξονα την ορθολογική διαχείριση, την κάλυψη των αναγκών με οικονομίες κλίμακας και την λιγότερο δυνατή επιβάρυνση των δημοτών με βάση τα ανωτέρω,
- Ρεαλιστική προσέγγιση της τιμολογιακής πολιτικής σε θέματα αποχέτευσης και ειδικότερα στα επιβαλλόμενα τέλη αυτής: Τέλη Διακλάδωσης, Τέλη Σύνδεσης, Ειδικό Τέλος Μελέτης και Κατασκευής Έργων, Τέλος Χρήσης Υπονόμου (Ν 1069/1980, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 2065/1992 και τον Ν. 3013/2002),
- Θέσπιση δεικτών επίδοσης, όπως: τήρηση ορίων εκροών, δείκτες καλής λειτουργίας, δείκτες ικανοποίησης χρηστών και δείκτες κάλυψης αιτήσεων χρηστών για σύνδεση με το δίκτυο, δεδομένα τα οποία θα ελέγχουν διεξοδικά οι δημοτικές υπηρεσίες ώστε να διατηρείται και να βελτιώνεται συνεχώς η κοινωνική αποδοχή του έργου,
- Προσδιορισμός των κινδύνων και κατανομή τους, με βάση το τελικά επιλεχθέν σενάριο, ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η μακρόχρονη λειτουργία του συνολικού έργου για την περιοχή.
Συμπερασματικά η διαχείριση υδατικών πόρων, σε συνδυασμό με την εφαρμογή και χρήση ΑΠΕ, αποτελούν σοβαρές παραμέτρους καθορισμού των αναπτυξιακών προοπτικών για κάθε δήμο, για κάθε περιοχή της χώρας. Δυστυχώς μέχρι σήμερα ελάχιστοι δήμοι έχουν καταφέρει να συνδυάσουν τα προαναφερόμενα και να τα βάλλουν στη σωστή τους περιβαλλοντική διάσταση και για το λόγο αυτό παρατηρούνται σοβαρές υστερήσεις και περιβαλλοντικές αστοχίες. Ο ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ θα πρέπει να αποτελέσει την αφετηρία της διενέργειας σοβαρών παρεμβάσεων στη διαχείριση υδατικών πόρων και οι υποψήφιοι αιρετοί να προβούν σε σοβαρές και τεκμηριωμένες προγραμματικές προτάσεις.
Ιωάννης Γιάνναρος, Οικονομολόγος